- νήστις
- 3523 νῆστις{сущ., 2}не принимавший пищу, т.е. голодный.Ссылки: Мф. 15:32; Мк. 8:3.*
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. Виктор Журомский. 2006.
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. Виктор Журомский. 2006.
Νήστις — Νῆστις, ἡ (Α) θεότητα τών Σικελών ως προσωποποίηση τού στοιχείου τού νερού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δεν μπορεί να συνδεθεί με την λ. νήστις «νηστικός». Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι προέρχεται από έναν ΙΕ τ. *nēd ti s και συνδέεται με τη λ. Νέδα*, ονομασία… … Dictionary of Greek
νῆστις — not eating masc/fem nom sg νῆστις not eating masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νήστις — (I) νῆστις, ἡ (Α) βλ. νήστιδα. (II) ο, η (Α νῆστις, γεν. ιος και ιδος) (για πρόσ.) αυτός που δεν τρώει, νηστικός αρχ. 1. αυτός που επιφέρει νηστεία («πνοαὶ δ ἀπὸ Στρυμόνος μολοῡσαι κακόσχολοι, νήστιδες, δύσορμοι», Αισχύλ.) 2. το αρσ. ως ουσ. (με… … Dictionary of Greek
νήστις — νή̱στῑς , νῆστις not eating masc/fem acc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νῆστιν — νῆστις not eating masc/fem acc sg νῆστις not eating masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νήστισι — νῆστις not eating masc/fem dat pl νή̱στισι , νῆστις not eating masc/fem dat pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νήστισιν — νῆστις not eating masc/fem dat pl νή̱στισιν , νῆστις not eating masc/fem dat pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νήστιδας — νῆστις not eating masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νήστιδες — νῆστις not eating masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νήστιδι — νῆστις not eating masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νήστιδος — νῆστις not eating masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)